Θα επιτραπεί στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να κάνει τη δουλειά της;
Καθώς οι υποψήφιοι διεκδικούν την προεδρία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, θα πρέπει να ακολουθήσουν τη συμβουλή του θρύλου του χόκεϊ Γουέιν Γκρέτσκι να «κάνουν πατινάζ προς το σημείο που πηγαίνει το πουκ (σ.σ.: ο δίσκος με τον οποίο παίζεται το χόκεϊ), όχι προς το σημείο που (αυτό) βρισκόταν». Με πολλά οικονομικά πουκ να είναι στο παιχνίδι – από τον άκαμπτο πληθωρισμό, τα αυξανόμενα ελλείμματα και μια άνθηση των επενδύσεων στην Τεχνητή Νοημοσύνη έως την πιθανή οικονομική ευθραυστότητα και τις ανησυχίες για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία του δολαρίου – ένα μεγάλο ερώτημα για την παγκόσμια οικονομία είναι εάν θα επιτραπεί στη Fed να κάνει αυτό που χρειάζεται. Θα διατηρήσει αρκετή αυτονομία και αξιοπιστία για να προωθήσει σταθερές τιμές, μέγιστη απασχόληση και χρηματοπιστωτική σταθερότητα όταν η πολιτική, το αυξανόμενο χρέος και η ευφορία της αγοράς θα μπορούσαν να οδεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση;
Το Κογκρέσο σχεδίασε τη Fed για να λαμβάνει εξειδικευμένες αποφάσεις προς το δημόσιο συμφέρον, απαλλαγμένη από πολιτικές επιρροές και πιέσεις. Αλλά η δεύτερη κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει κάτι άλλο κατά νου. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι «δεν χρειάζεται να ανησυχείτε», ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα προστατεύσει την ανεξαρτησία της Fed βρίσκοντας έναν τρόπο να τη διαχωρίσει από άλλες υπηρεσίες για τις οποίες ο πρόεδρος έχει διεκδικήσει το δικαίωμα να απομακρύνει βασικούς αξιωματούχους κατά βούληση. Ανεξάρτητα από την έκβαση της δικαστικής διαμάχης σχετικά με την προσπάθεια απομάκρυνσης του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed, Λίζα Κουκ, η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας έχει ήδη επηρεαστεί σημαντικά.
Για παράδειγμα, ο Τραμπ έχει ισχυριστεί ότι όλες οι ερμηνείες του νόμου και η αναθεώρηση των δαπανών των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της Fed, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Λευκού Οίκου και του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση έχει επίσης αναλάβει τον έλεγχο όλης της εποπτικής πολιτικής της Fed, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας του τραπεζικού κεφαλαίου και της μόχλευσης. Ο Λευκός Οίκος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο έλεγχός του δεν ισχύει για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής του ιδρύματος, αλλά αυτή είναι μια διάκριση χωρίς μεγάλη διαφορά.
Επιπλέον, σε μια ασυνήθιστη τροπή, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Ειδικών του Λευκού Οίκου, Στίβεν Μίραν, τοποθετήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Fed όσο βρισκόταν απλώς σε άδεια από την ομάδα του προέδρου. Ο Τραμπ και τα ανώτερα στελέχη του ήδη ζητούν δημοσίως και σε τακτικά χρονικά διαστήματα χαμηλότερα επιτόκια. Οταν ο επόμενος πρόεδρος της Fed αναλάβει καθήκοντα τον Μάιο, η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου θα έχει διοριστεί από τον Τραμπ. Ταυτόχρονα, το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει λάβει τη θέση ότι οι πρόεδροι των περιφερειακών αποθεματικών τραπεζών, οι οποίοι συμμετέχουν μαζί με τους επτά διοικητές της Fed στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (που αποφασίζει για τα επιτόκια), υπηρετούν κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed και επομένως μπορούν να απομακρυνθούν ανά πάσα στιγμή.
Αυτή η διάβρωση της αυτονομίας της Fed συγκρούεται με ασταθή πληθωρισμό, υψηλότερους δασμούς εισαγωγών και επιδεινούμενες δημοσιονομικές προοπτικές. Ο ετήσιος πληθωρισμός, όπως μετράται από τις βασικές προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες (εξαιρουμένων των τροφίμων και της ενέργειας), παρέμεινε στο 2,9% έως τον Αύγουστο του 2025, και οι δασμοί του Τραμπ σε αγαθά – οι οποίοι αύξησαν τον συνολικό πραγματικό δασμολογικό συντελεστή φέτος από έναν μέσο όρο 2,4% σε 18% – έχουν ασκήσει πρόσθετη ανοδική πίεση στις τιμές.
Ταυτόχρονα υπάρχουν πολλά γεωπολιτικά παζλ. Οι ΗΠΑ κάνουν ένα βήμα πίσω έπειτα από οκτώ δεκαετίες παροχής βασικών παγκόσμιων δημόσιων αγαθών μέσω της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης. Αν και η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ δεν προκάλεσε τα ρήγματα σε αυτό το σύστημα, επιταχύνει τη διαδικασία αποσύνθεσης αμφισβητώντας τις παραδοσιακές οικονομικές συμμαχίες και σχέσεις.
Η Αμερική παραμένει ο μεγαλύτερος παίκτης στον οικονομικό στίβο, αλλά ο ρόλος της στο παγκόσμιο σύστημα αλλάζει γρήγορα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο συνδυασμός δασμολογικών πολέμων, μη βιώσιμων δημοσιονομικών ελλειμμάτων των ΗΠΑ, προκλήσεων για τις διεθνείς συμμαχίες και μειωμένης ανεξαρτησίας της Fed θέτει μακροπρόθεσμους κινδύνους για το δολάριο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου εξαρτάται από την εμπιστοσύνη, τις βαθιές και ρευστές κεφαλαιαγορές και ένα ασφαλές περιουσιακό στοιχείο (τους τίτλους δημοσίου χρέους των ΗΠΑ), όχι από διάφορες συνθήκες. Αυτή η εμπιστοσύνη πηγάζει από τους θεσμούς των ΗΠΑ, το κράτος δικαίου και τις καλά εποπτευόμενες κεφαλαιαγορές, καθώς και από την αξιοπιστία της Fed στην προώθηση της σταθερότητας των τιμών και της αγοράς. Η σταθερότητα, με τη σειρά της, εξαρτάται από την εμπιστοσύνη μιας ευρείας ποικιλίας συμμετεχόντων.
Η εμπιστοσύνη στο παγκόσμιο σύστημα δολαρίου βασίζεται επίσης στην προθυμία της Fed να παρέχει ρευστότητα με τεχνοκρατικούς, μη πολιτικούς όρους. Οι διεθνείς γραμμές ανταλλαγής δολαρίων και οι σχετικές διευκολύνσεις, που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά το 1962, ήταν απαραίτητες για τον μετριασμό της αστάθειας σε περιόδους παγκόσμιας πίεσης. Η προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ στις παγκόσμιες συμμαχίες και τους δασμούς, ωστόσο, έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα σχετικά με την προθυμία της να στηρίξει την παγκόσμια ρευστότητα σε δολάρια, όταν αυτό χρειάζεται.
Οι συμμετέχοντες στην αγορά και οι κεντρικοί τραπεζίτες εκτός των ΗΠΑ έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται εάν οι γραμμές ανταλλαγής (swap) θα είναι τόσο αξιόπιστες ή απολιτικές όσο στο παρελθόν. Οταν ο Λευκός Οίκος εξέδωσε ανακοινώσεις που συνέδεαν την υποστήριξη σε δολάρια από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ προς στην Αργεντινή με το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της χώρας, οι επενδυτές και οι κεντρικοί τραπεζίτες το πρόσεξαν. Οσο περισσότερο οι αγορές αντιλαμβάνονται ότι η διαθεσιμότητα ή το εύρος των υποστηρικτικών μέτρων σε δολάρια εξαρτάται από την πολιτική ευθυγράμμιση και όχι από τις μακροοικονομικές ανάγκες, τόσο περισσότερο θα τιμολογούν ένα ασφάλιστρο κινδύνου στο ίδιο το δολάριο.
Η ανεξαρτησία της Fed δεν είναι μια δυαδική μεταβλητή. Το Ανώτατο Δικαστήριο (στο οποίο έχει φτάσει η προσπάθεια εκδίωξης της Κουκ) μπορεί ακόμη να διαμορφώσει μια λογική για να διαχωρίσει τη Fed από άλλες υπηρεσίες, διατηρώντας έτσι έναν νομικό ορισμό της ανεξαρτησίας της νομισματικής πολιτικής. Ουσιαστικά, όμως, η ανεξαρτησία της Fed έχει ήδη διαβρωθεί από την εποπτεία του Λευκού Οίκου και την πολιτικοποίηση από τον Τραμπ των αποφάσεων για τα επιτόκια. Θυμηθείτε τη δεκαετία του 1970, όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον πίεσε τον πρόεδρο της Fed να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά. Οι συνέπειες για τον πληθωρισμό και την οικονομία δεν ήταν ακριβώς ιδανικές.
Τον επόμενο χρόνο, με την ικανότητα της Fed να κινείται ανεξάρτητα να έχει ήδη μειωθεί, το ερώτημα είναι αν θα επιτραπεί στη Fed να ελιχθεί όταν το απαιτεί το παιχνίδι. Για χάρη της παγκόσμιας οικονομίας, θα πρέπει όλοι να ελπίζουμε ότι ο επόμενος πρόεδρός της θα έχει ακόμα αρκετό χώρο κινήσεων – και αποφασιστικότητα – για να κατευθυνθεί προς τα εκεί που πάει το πουκ.